Το πρωί είχαμε ανασκουμπωθεί με τη μάνα μου και κατεβάσαμε τα προικιά μου. Δάκρυσε η μάνα μου από τη χαρά. Γέμισε το σπίτι σεμεδάκια, κουβερτόνια, σεντόνια, υφαντά, τσουράπια, καζάνια, φουρκάλια και τραπεζομάντηλα.
"Μην σκιάζεσαι θυγατέρα μου και το χω κάνει το κουμάντο μου, προικιά υπάρχουν".
Το μεσημέρι πήγα σουπερ μάρκετ. Εκεί που ψώνιζα τυριά κόλλησε το βλέμμα μου σε μια κεφαλογραβιέρα.
Πριν λίγο άναψα ένα τσιγάρο, έβαλα λίγο Τρίο Κιτάρα να γαληνέψει η καρδιά μου.
Κοίταζα τα σεμεδάκια. Σκεφτόμουν την κεφαλογραβιέρα.
Πόσο κάνει μια κεφαλογραβιέρα. Πόσο κάνει το σεμέν. Εγώ πόσο θα κανα στο ράφι του σουπερ μάρκετ, ανάμεσα στην παρμεζάνα και τις μελιτζανοσαλάτες;
Τεσπά...πάω να βράσω μακαρόνια. Σε λίγο σχολάει ο ιππότης μου.
Και έχω να τρίψω και την κεφαλογραβιέρα.
"Μην σκιάζεσαι θυγατέρα μου και το χω κάνει το κουμάντο μου, προικιά υπάρχουν".
Το μεσημέρι πήγα σουπερ μάρκετ. Εκεί που ψώνιζα τυριά κόλλησε το βλέμμα μου σε μια κεφαλογραβιέρα.
Πριν λίγο άναψα ένα τσιγάρο, έβαλα λίγο Τρίο Κιτάρα να γαληνέψει η καρδιά μου.
Κοίταζα τα σεμεδάκια. Σκεφτόμουν την κεφαλογραβιέρα.
Πόσο κάνει μια κεφαλογραβιέρα. Πόσο κάνει το σεμέν. Εγώ πόσο θα κανα στο ράφι του σουπερ μάρκετ, ανάμεσα στην παρμεζάνα και τις μελιτζανοσαλάτες;
Τεσπά...πάω να βράσω μακαρόνια. Σε λίγο σχολάει ο ιππότης μου.
Και έχω να τρίψω και την κεφαλογραβιέρα.